H 6η Μάη άνοιξε μια νέα παράγραφο στην πολιτική ιστορία: δεν αποτελεί απλώς μια μονάχα σημαντική στιγμή, γιατί όταν ξεκινάει να γράφεται η ιστορία σπανίως μένει σε στιγμές, παρά μόνο όταν αυτοί που αρχίζουν να τη γράφουν είτε σαστίσουν μπροστά στην πρώτη λάμψη είτε έχουν αποφασίσει από τα πριν ότι ο στόχος έχει ήδη επιτευχθεί.
Έχει πάντα σημασία, όταν βρισκόμαστε στις ώρες της μεγάλης ρήξης, να κοιτάμε πίσω στις μάχες και τους αγώνες που μας δίνουν το δικαίωμα να βρισκόμαστε στην αρένα της σύγκρουσης και όχι στην εξέδρα.Εν προκειμένω όμως, έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία να δούμε την συγκυρία, όπως αυτή έχει αναδιαμορφωθεί. Το πώς αναδιατάσσεται το στρατόπεδο του αντιπάλου,τι μέσα χρησιμοποιεί και εν τέλει ποιος έχει το πάνω χέρι.
Μια πρώτη παρατήρηση είναι πως η στρατηγική που ακολούθησαν μέχρι τώρα η ΝΔ,το ΠΑΣΟΚ και τα συστημικά media, ηττήθηκε κατά κράτος.Το δόγμα “για όλα φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ”, από την εξέγερση του Δεκέμβρη μέχρι το κίνημα ενάντια στα διόδια, κι από τα καμμένα νεοκλασικά μέχρι τα γιαουρτώματα στα κυβερνητικά στελέχη, χρησιμοποιήθηκε είτε για να αντιμετωπιστεί ο πραγματικός αντίπαλος (που στις δύο πρώτες περιπτώσεις υπήρξε και ο ΣΥΡΙΖΑ) είτε για να συκοφαντηθεί. Το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο. Επέλεξαν αντίπαλο. Και όταν έφθασε η 6η Μάη, η κοινωνία είδε μπροστά της τους πραγματικούς αντιπάλους. Και διάλεξε πλευρά.
Το αστικό πολιτικό σύστημα για πρώτη φορά μετά το 1958, νιώθει την απειλή υπέρβασης του από τα αριστερά. Σε εκείνη την περίπτωση λειτούργησε συγκροτημένα, απροσχημάτιστα καλλιεργόντας τον φόβο, επιβάλλοντας την τρομοκρατία και επιστρατεύοντας τον καλύτερο φίλο του κράτους: το παρακράτος και τους μηχανισμούς του.
Στη σημερινή συγκυρία έχει μόνο έναν σύμμαχο: Τον φόβο. Τον φόβο της δραχμής,τον φόβο της βαλκανοποίησης,τον φόβο της χρεοκοπίας,τον φόβο του αντιευρωπαϊσμού. Για έναν περίεργο, εκ πρώτης, αλλά πασιφανέστατο -αν ακολουθήσει κανείς την ιστορική ροή των πραγμάτων- λόγο, στο άρμα του φιλελεύθερου μπλοκ συστρατεύονται άνθρωποι από τον Μάκη Βορίδη μέχρι τον Σταύρο Θεοδωράκη.
Τα επιχειρήματα τους δεν είναι νέα. Επικεντρώνουν, στην καλύτερη περίπτωση, στην ανικανότητα ή στην απροθυμία της αριστεράς να κυβερνήσει και φτάνουν μέχρι το σημείο να ταυτίζουν τον Τσίπρα με τον Χότζα.
Χωρίς καμία δόση αλλαζονείας, αυτή τους η τακτική μας κάνει ιδιαίτερα χαρούμενους.Όταν ο Ευκ. Τσακαλώτος ισχυριζόταν -ορμώμενος από μια αντιπαράθεση του με τον δρύιδη της φιλελεύθερης ανοησίας στην Ελλάδα, Αν. Ανδριανόπουλο- ότι οι αντίπαλοι μας ίσως να μην είναι όσο ισχυροί τους φανταζόμασταν, είχε όλα τα δίκια του κόσμου.
Η αδυναμία των αντιπάλων δεν είναι ούτε τυχαίο αλλά ούτε και παντοτινό φαινόμενο. Καθ΄ όλη τη διάρκεια της ταξικής πάλης υπάρχουν ιδέες που άλλοτε κερδίζουν, άλλοτε χάνουν,άλλοτε απλά εξασθενούν κι άλλοτε πεθαίνουν.
Στη σημερινή συγκυρία όλο το αντίπαλο μπλοκ χρεώνεται την ήττα του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Και είναι αναμενόμενο αυτή η εξέλιξη, καθώς επί 20 χρόνια δεν κινδύνεψε ούτε για ένα λεπτό η βεβαιότητα της εξουσίας τους, σήμερα να μοιάζουν σαστισμένοι και ανίκανοι να εξηγήσουν το πώς για πρώτη φορά η κοινωνία μοιάζει να βάζει τις ανάγκες της πάνω από τους «εθνικούς στόχους» τους.
Είναι επίσης φυσικό ο βασικός πυλώνας αυτού του μπλόκ να πληρώνει ακριβά το τίμημα του τέλους της σοσιαλδημοκρατίας. Το ΠΑΣΟΚ σήμερα δεν κινδυνεύει απλά να χάσει την ταμπέλα του δικομματικού εταίρου, αλλά απειλείται ευθέως με πολιτική εξαφάνιση. Η αστική τάξη είχε πάντα κάποιο προσφιλές καταφύγιο, είτε αυτό λεγόταν ΕΡΕ είτε ΝΔ. Το ΠΑΣΟΚ, κυρίως από το 1996 και μετά, επέζησε και θριάμβευσε ως πολιτικός χαμαιλέοντας στηριζόμενο στην στήριξη των μικροαστών και της εργατικής τάξης για να υπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου.Αυτός ο όρος ύπαρξης για το ΠΑΣΟΚ σήμερα απουσιάζει παντελώς.
Στον αντίποδα όλων αυτών βρίσκεται η Αριστερά. Η Αριστερά -κάθε απόχρωσης και ρεύματος- κατάφερε κάτι μοναδικό όλα αυτά τα χρόνια. Παρόλες τις αδυναμίες της, τους υποκειμενισμούς και τις αγκυλώσεις της, κατάφερε να κρατήσει ζωντανή τη σπίθα της αντίστασης και την πιθανότητα συγκρότησης ενός ισχυρού αντίπαλου πόλου στο πολιτικό πεδίο.
Στα δυο χρόνια της κρίσης ολόκληρη η Αριστερά ήταν εκεί που έπρεπε. Ακόμα κι αν κάποιοι ήταν λίγο παραπάνω στη Χαλυβουργία, το Σύνταγμα, την Υπατία, την Κερατέα. Τη στιγμή όμως που τέθηκε το θέμα της εξουσίας, μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ σήκωσε το γάντι. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έμεινε να παπαγαλίζει για το νόμισμα και το ΚΚΕ, όταν η εργατική τάξη στο Πέραμα,τη Νίκαια,την Ελευσίνα και την Καισαριανή έστρεφε το βλέμμα της στην Αριστερά, αυτό επέλεξε να αυτοεξαιρεθεί από την ίδια την Αριστερά.
Η μαζική ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ ξέφυγε από το πλαίσιο της επιβράβευσης του καλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης. Έστειλε στο παγκάκι με τους γραφικούς όσους μίλησαν για κυβερνητισμό,δεξιές παρεκκλίσεις και μικρομεγαλισμό.Αποτέλεσε επένδυση του κόσμου της εργασίας στο μοναδικό συγκροτημένο αντιπαραθετικό σχέδιο απέναντι στον μνημονιακό μονόδρομο.
Όλα τα παραπάνω, όμως, δεν σημαίνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επελαύνει προς την εξουσία. Αυτό που θα μπορέσει να ισχυροποιήσει την πιθανότητα αυτή, είναι να καταφέρει να αποδείξει το πόσο διαφέρει από τους απέναντι. Να ανοίξει τις διαδικασίες του στον κόσμο που τον προσεγγίζει, να μην αφήσει κανέναν και καμία να δηλητηριαστεί από την προπαγάνδα των καναλιών και, φυσικά, να μην εναποθέσει όλη τη «δουλειά» στις πλάτες του επικεφαλής του.
Ακόμα και οι πιο περίτεχνοι παίχτες της πολιτικής σκακιέρας, κάποια στιγμή ξεμένουν από ιδέες. Γι’αυτό λοιπόν ας οργανωθούμε. Μην το γυρίσουμε πάλι στο τάβλι.